τριακοσιόχους

τριακοσιόχους
ή τριακοσιοντάχους, -ουν, Α
αυτός που περιέχει ποσότητα τρεις φορές μεγαλύτερη ή περισσότερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακόσιοι + -χους (<χέω), πρβλ. πεντέ-χους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”